/οοργασμός αναδύεται μόλις προφέρουν οι εραστές, ταυτοχρόνως, τη λέξη θ-ρ-ύ-ψ-α-λ-α/ /κάτι σπάει μες στo εγώ του κοριτσιού μ' και το γάλα ααααρχίζει ναχύνεται/ /αμέσως, δι΄εξακολουθητικών μετατονισμών, η λεγόμενη ηδονή φτάνει σ΄ένα σπάνιο, μακρινό μουσικό κλειδί, προορισμένο για τη μείωση της έξαψης/ /αυτή η έξαψη θα πενθήσει εν συνεχεία το συν της ουσίας μας καθώς κι όλη την θαυμάσια σκληρότητα του/ όπως τ΄aφήσαμε, έτσι θα τα βρούμε με πειραγμένο aρανίτση και xxδιαπασών:
"Ό,τι είναι , ήσαν. Και ό,τι ήσαν είναι - ένας νωθρός, ξέγνοιαστος και μιμητικός λαός, αλλά χωρίς ούτε σπίθα από την Τουρκική φλόγα, ούτε ίχνος από την Ελληνική καλαισθησία. Χωρίς ούτε την σωματική ομορφιά, ούτε το αίσθημα του κάλλους στο πνεύμα - χωρίς προσωπική ανησυχία ή περηφάνεια καταγωγής - χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες ή καν πρακτική δεξιοτεχνία, ζούνε σε μια διάφανη κατάσταση, σαν πλάσματα των κατώτερων τύπων που αγκιστρώνουνται στη ζωή για χάρη της ίδιας της ζωής. Λάτρεις του ήλιου και της θάλασσας, επιζώντες από απλή ζωώδη επιμονή ανάμεσα από θύελλες και καταιγίδες που έχουν ρημάξει τις ευγενέστερες φυλές της ανθρωπότητας." ( Η Βρεταννική Κύπρος, υπό W. Hepworth Dixon, 1887 )
(εντ γόoυτς δε πρόμπλεμ γουίθ δατ ντίαρ w.Hepworth, Dixon?) τούτο το ποίημα στο χέρι μου είναι πολλά. τ΄όνομα του: το χέρι μου.
αυτό που τώρα δε μας γνωρίζει οληνύχτα οργίαζε μέσα μας.
Θα προσπαθήσω να το πω χωρίς ημί χωρίς υπό: "εμ πααίννεις ως στην κόλαση για ν΄άψης τσιγαρέτον.."* (έχοντας μάλιστα το πλεονέκτημα του "σκασμός απόκούνια" που του χάρισε η Ιστορία του,στην κόλαση πηγαίνει κανείς για να προλάβει σπεκουλαδόρους, εμπόρους καλοθελητές, σφετεριστές και νταβατζήδες λίγο πριν του αφαιρέσουν λίγη-ακόμη-μνήμη, λίγη-ακόμη-ταυτότητα, λίγη-ακόμη-αξιοπρέπεια.. στην κόλαση πέφτει κανείς για να συναντήσει όλους αυτούς, να τους κοιτάξει στα μάτια και να τουςσιχτιρίσειστηγλώσσαπου αυτοί καταλαβαίνουν!)) //κύπρος ωραίο μου πλυντήριο, πόση πτώση άραγε μας μένει ως την κορφή;;//
(* δεν πας στην Κόλαση για ν΄ανάψεις τσιγάρο, ελληνοκυπριακή παροιμία) κάποτε είπες αγαπώ-το-νησί-σου κι εγώ το πίστεψα. Κάπου εκεί τελειώνουν και τα ψέμματα μεταξύ μας.)
δεκαοκτώ μαρτίου δύο χιλιάδες δεκατρία. ο Γκάτσος ξεροβήχει με νόημα στο Χατζιδάκι ενώ η Δανάη ανασύρει από κάτι -άπαικτες ακόμα-ανθολογίες μεγάλων ελλήνων συνθετών(ξέρεις, απ΄αυτές πουχάριζεκάποτεηκαθεστωτική καθημερινήκαισήμερακάθονται βουβέςδίπλααπό τοέπιπλο τηςτηλεόρασης)τραγουδάκια σαν κι αυτό. προσοΧή!η Παναγιωτοπούλου εδώ δεν διασκεύάζει, Θυμίζει. θυμίζει αυτό που καμιά συλλογή σε de-lux πακέτο δεν κατάφερε ποτέ να ταριχεύσει: Τη σιωπή μα και τον αναστεναγμό της μουσικής, το δάκρυ μα και τα φυσίγγια των στίχων. με μια ερμηνεία τρυφερή και κρύα, φροντίζει αυτή την τόσο (μα τόσο) πυκνήστιγμή, ώστε να μοιάζει με αυτό που πραγματικάείναι:ένα ξεσκονισμένορεβόλβεργιομάτο σφαίρεςα-ταξίδευτες. μάλλον ήρθε η ώρα να απο-παγιδευτούν κι αυτές.άλλωστε κοντεύει δώδεκα και δέκα..μεμαύροψωμί και μέλι, κόπιασελοιπόνσαρακοστή-κυρά μου, ναφάμε λίγη -ακόμη- ιστορία _μα μέχρι να μπουν τα τανκς στην πόλη, αλοίμονο στους πτωχόμουσους.
τίποτα να μην ντυθείς -μ΄ακούς;
τίποτα να μην βάλεις- μην μασκαρευτείς- κάνεμαςκάτι καλύτερο: κατέβα απ΄τον καρνάβαλο, απομακρύνσου σι-
γά- σιγά απ΄τους
καθρέφτες σου και ξε-
μασκαρέψου. κι αν πρέπει, εάν είναι οπωσδήποτε ανάγκη
να ντυθείς κάτι
τοτεντύσου την ομορφιάπου υπονοούσαν τα μάτια σου
τότε που άνοιγαν στομάσκα δεν έχωναγυρνώ. μετά, γιομάτη έπαρση, γιομάτη μέθη βγες. (ωσάν Καρούζος) βγες και φτύσε - φτύσε το θάνατο, κυριακάτικα. μπας κι επιτέλους δοθεί η χάρη και μας φανερωθείς- (άιντε κορίτσι μου, άιντε άγγελε μου,
Η φωτογραφία που ενδιαφέρει τον Μανώλη Λαγουτάρη δεν είναι αυτή που τοποθετεί τους χαρακτήρες σε μία κατάσταση, αλλά αυτή που τοποθετεί την κατάσταση στους χαρακτήρες.
Οπότε παύουν να είναι χαρακτήρες και γίνονται πρόσωπα. Μέσα από το παγίδευμα (μάγεμα;)της φευγαλέας εκείνης ή άλλης στιγμής που καταφέρνει με το φακό (ματιά;) αυτός ο φωτογράφος (σαμάνος;), υπάρχει ένα είδος συμπερασματικής διαδικασίας μέσω της οποίας τα πρόσωπα πηδούν προς το μέρος μας και εμείς προς το δικό τους.
Η μουσική χάνει την μελωδία,τα λόγια την ανεκδοτο- λογική τους πλευρά, η εικόνα τις περιγραφές με αποτέλεσμα το καφενείο ("η ελευθερία") να ονομάζεται όπως και οι θαμώνες του ή και το αντίθετο. Ξέρω τι σας λέω. Κάποτε υπήρξα κι εγώ εκεί(-Εσύ;)
πόσο μάλλον με χειροποίητες ταινίες σαν κι αυτή (φτιαγμένη από μια κολλεκτίβα νεοϋρκέζων καλλιτεχνών που λέγονται Court 13) που ντοκουμεντάρει χωρίς όμως ναπιθηκίζειτοορατό,αλλάτοαντίθετο: άγρια και ρεαλιστικά, λυρικά και συγκινητικά: δημιουργείτοορατό.
Χάνεσαι στα σκοτάδια του περιμένοντας να σε ξε-μελαγχολήσει, να σ΄απομακρύνει, έστω για λίγο, απ' την ζοφερή και πάντα υπό-αμφισβήτηση πραγματικότητα - σου, προβάλλοντας σου μιαν άλλη, πιο μακρυνή, πιο ξένη, ίσως και μια πιο ζεστή δόση ρεαλισμού όπως σου υπόσχονται τα δελτία τύπου, κι αυτή..
Κι αυτή, μετά από ενενήντα λεπτά σε πετάει έξω, στους νιπτήρες στα πατώματα και στ΄ αυτοσχέδιαμαγκάλια σου, στη γηκιελευθερία που μαίνεται -τώρα, αυτή τη στιγμή- στις όχι και τόσο μακρινέςΣκουριές σου,
στα δόντια των πιο - αιμοσταγών- μηχανισμών - καταστολής που έχουν δει ποτέ τα μάτια σου - (μάτια μου;) - έτοιμοι να σε κάνουν λιώμα ανά πάσα στιγμή στ΄όνομα της "ανάπτυξης" και της "προόδου" τους, οι δικοίσου,οικοντινοίσου,Βόνασοι..
Άτιμο πράμα ο σινεμάς που με ένα περίεργο, σχεδόν-τωρινό χρόνο
πετυχαίνει να σε μάθει με εικόνες που δεν είναι αλληγορικές αλλά ελεγειακές ότι στο ξέφωτο μπορεί κανείς να φτάσει αν πρώτα καταφέρει να κλέψει και μετά κουβαλήσεικάτι απ΄το αθώο κι αποφασιστικό βλέμμα αυτών που στέκονται όρθιοι στην απέναντι πλευρά του φράγματος. Αυτών που αρνούμενοι να απεμπολήσουν τη μνήμη του Κόσμου τους και που για μια αγκαλιά-θερμάστρα και μια λωρίδαγης επιμένουν να αντιστέκονται λυσσαλέα στη κυνική αρπακτικότητα εμπόρων, πολιτικών και "θεσμών".
Αντιμέτωποι με τον "πολιτισμό" που βρίσκεται πίσω από το φράγμα, έναν "πολιτισμό" μεθυσμένο από τις χρηματοπιστωτικές αναθυμιάσεις της καμένης του γης που όλο τρέχει και βιάζεται να γυρίσει γρήγορα σελίδα πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρις..αυτοί οι έκπτωτοιμεδικήτουςεπιλογή πίνουν, γιορτάζουν συνέχεια, τα σπίτια τους είναι αυτοκατασκευές μέσα σε σχεδόν σκουπιδότοπους, ψαρεύουν με τα χέρια, τρώνε με τα χέρια [...] επιμένουν:
(Καιγιανα δΟύμε τώρα ποι-ός φοΒάται τΟ λιώ-σ(ιμο )τω(ν) πάγ-ων;;))
Το εξάχρονο αγρίμι με το σλΟυρΠ υφάκι, μας υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος είναι και ζώο, ότι τακτήνητηςνότιας αγριάδας θα βρίσκονται πάντα σε απόστασηαναπνοής, κι ότι το ένστικτο -πυξίδα που καταφέρνει να μας κάνει να μοιάζουμε κάπως - πιο - ανθρώπινοι είναι αυτό που μας έκτισε και θα μας κτίζει:
(α)πό Την ύπΑρξηστο ρ(ή)μα κα(ι) όχ(ι) αΠό το ρή-μα στη(ν) ύπΑρξη.
Το κουτσό το παίζεις με μια πέτρα που πρέπει να τη σπρώχνεις με τη μύτη του παπουτσιού σου
Χρειώδη: ένα πεζοδρόμιο, μια πετρούλα, ένα παπούτσι και ένα όμορφο σχέδιο με κιμωλία, κατά προτίμηση χρωματιστή. Ψηλά βρίσκεται ο Ουρανός, χαμηλά η Γη και είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις με την πετρούλα στον Ουρανό, σχεδόν ποτέ δεν υπολογίζεις σωστά και η πέτρα βγαίνει έξω απ΄το σχέδιο. Σιγά - σιγά όμως αποκτάς την αναγκαία επιδεξιότητα για να περνάς τα διάφορα τετράγωνα (σπειροειδές κουτσό, παραλληλόγραμμο κουτσό, φανταστικό κουτσό που σπάνια το παίζουν) και μια μέρα μαθαίνεις να απομακρύνεσαι από τη Γη και να φτάνεις στον Ουρανό να μπαίνεις στο νικηφόρο-Ουρανό (καιwhere'syourgravityοέοο;;)..
Το άσχημο ήταν πως ακριβώς σ΄αυτό το σημείο, όταν σχεδόν κανείς δεν είχε μάθει ακόμα να ανεβάζει την πετρούλα ως τον Ουρανό, ξαφνικά τέλειωνε η παιδική ηλικία και έπεφτες με τα μούτρα σε μυθιστορήματα σε ποιήματα και σε τραγούδια, αναζητώντας με λαχτάρα τη Θεϊκή άτρακτο, στοχαζόσουν αυτόν τον άλλο Ουρανό που πρέπει επίσης να μάθεις να τον φτάνεις. Και επειδή έχεις απομακρυνθεί από την παιδική ηλικία, ξεχνάς πως, για να φτάσεις στον Ουρανό, είναι απαραίτητα τα χρειώδη, μια πετρούλα η μύτη του παπουτσιού σου κι ένα όμορφο σχέδιο..
Το μόνο που σου μένει είναι ηγραμμήτουορίζοντος και μια αγία (..) νοσταλγία που δεν - έχει -καμία - σχέση- με - τη -μνήμη, να σου δείχνουν πώς να φτάσεις στον Ουρανό με μικρές κλοτσιές, πώς να φτάσεις με την πετρούλα (σηκώνοντας το σταυρό σου; πολύ εύχρηστο αυτό το μαραφέτι Σύμη) και με μια τελευταία κλοτσιά να στείλεις την πετρούλα στο γαλάζιο, στο γαλάζιο, κρατς έσπασε το τζάμι, γρήγορα στο κρεβάτι σου χωρίς γλυκό, χωρίς μπισκότα για μας,΄κακό παιδί, και τι σημασία είχε αν πίσω απ΄τα θ(ρ)αύ(σ)ματα, πίσω από το σπασμένο τζάμι βρισκόταν το Ένα σου, αν πίσω από τον Ουρανό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παιδιάστικη λέξη για τη συνείδηση του κειμένου σου;
"(..where΄s your gravity?.. ΄χθαλασσιάμου, θα τραγουδούσα σου τη διάρκεια, σου τραγουδώ ε- τραγούδησα σου ήδη.)" δύσκολα λόγια για ένα απλό Θροϊσματάκι, έε;
_πάμε πάλι απ΄την αρχή λοιπόν: μια πέτρα, μια μύτη παπουτσιού, ένα όμορφο σχέδιο
και έφοδος, μπας και βρούμε επιτέλους ένα κομμάτι ουρανό και συναντηθούμε ))
(*) post αφιερωμένο στη Μάρω, στη Χρυσάνθη και στη τρίτη μου κόρη τη Θαλασσιά, που αν και αγέννητη - ακόμα - ζει και βασιλεύει μέσα σε όλα όσα αγαπώ καθώς και μέσα στη κωλότσεπη, στο σάλιο και στα μάτια της Χ. παρ΄όλο που πότε πότε νυστάζεικαι το ίδιο το όνειρο))
_Συντρόφευσαν ο julio cortazar,ο αρανίτσης, η Χ., εσύ, ο άλλος κι ο παράλλος..